Η οικογένεια του εκλιπόντα Πάνου Μαρινόπουλου διαθέτει το «άγγιγμα του Μίδα» εδώ και πολλές δεκαετίες, αποδεικνύοντας περίτρανα το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Έλληνα. Και μπορεί να υπήρξαν και να υπάρχουν ακόμη κακές επιχειρηματικές στιγμές για αυτούς, ωστόσο η ιστορία που «κουβαλούν» πίσω τους είναι αυτή που ουσιαστικά ενώνει τα μέλη της μεγάλης οικογένειας των Μαρινόπουλων και τους δίνει ώθηση σε ό,τι και αν κάνουν στο μέλλον. Εξάλλου για πολλούς επιχειρηματίες του αντίστοιχου μεγέθους με τους Μαρινόπουλους, η επιτυχία χωρίζεται από την αποτυχία μέσω μιας πολύ λεπτής γραμμής. Κατά τα άλλα ποιος από τους παλαιότερους δεν θυμάται εκείνο το «Μου αρέσει να με χαϊδεύουν», τη μνημειώδη φράση που ειπώθηκε πριν από είκοσι και πλέον χρόνια και στη συνέχεια έγινε όχι μόνο το σλόγκαν της αλυσίδας των «Beauty Shop» αλλά και ολόκληρης της Ελλάδος!
Όπως μάλιστα είχε ειπωθεί τότε, ο ηθικός αυτουργός πίσω από αυτή τη φράση ήταν η Σάντρα Μαρινοπούλου-Φιξ, σύζυγος του Πάνου Δ. Μαρινόπουλου. Την εποχή που τα «Beauty Shop» ήταν μόλις έντεκα στον αριθμό, σε ολόκληρη την Ελλάδα, το ζευγάρι έψαχνε για ένα έξυπνο σλόγκαν. Η διαφημιστική εταιρεία που είχε αναλάβει τη δημιουργία του τους είχε προτείνει την προηγούμενη ημέρα να υιοθετήσουν ως σλόγκαν το «Μου αρέσει να με φροντίζουν». Η σύζυγος ωστόσο του Πάνου Δ. Μαρινόπουλου πρόβαλε ενστάσεις πάνω σε αυτό, ενώ το επόμενο βράδυ σε μια συζήτηση για το σλόγκαν που είχε το ζευγάρι βρέθηκαν να διαφωνούν πάλι για αυτό.
Ο Πάνος Δ. Μαρινόπουλος είχε δεχτεί το πρώτο σλόγκαν της διαφημιστικής εταιρείας σε αντίθεση με τη σύζυγό του που επέμενε σε κάτι πιο μοντέρνο και πιο νεανικό. Εκεί ακριβώς που απευθύνονταν και τα καλλυντικά των καταστημάτων «Beauty Shop». Όπως μάλιστα είχε γίνει γνωστό τότε, στα κοσμικά πηγαδάκια που έμαθαν για τη συζήτηση του ζευγαριού, από τους ίδιους πιθανότατα, που το ανέφεραν χαριτολογώντας, το «να με φροντίζουν» θύμιζε στην επιχειρηματία νοσοκομείο παρά καλλυντικά. Τότε ήταν που είπε τη φράση «Άκου να δεις, δεν μ’ αρέσει να με παιδεύουν, μ’ αρέσει να με χαϊδεύουν!». Ακούγοντας το τότε αυτό ο Πάνος Δ. Μαρινόπουλος της ζήτησε να το υιοθετήσει και τότε γεννήθηκε το περιβόητο σλόγκαν που λίγο καιρό αργότερα βραβεύτηκε κιόλας.
Ποια είναι, ωστόσο, η σύζυγος του Πάνου Δ. Μαρινόπουλου που έδωσε το περίφημο αυτό σλόγκαν; Η Σάντρα Μαρινοπούλου προέρχεται από την ένωση δύο μεγάλων και ιστορικών οικογενειών της χώρας μας. Ο πατέρας της ήταν γόνος της οικογένειας Φιξ, ενώ η μητέρα της προερχόταν από την εφοπλιστική οικογένεια των Γουλανδρήδων, μια από τις πλέον παραδοσιακές οικογένειες στον χώρο του εφοπλισμού. Με τον επιχειρηματία σύζυγό της γνωρίστηκε σε μια κοσμική έξοδο και αμέσως τον ερωτεύτηκε. Ενώ ο γάμος τους δεν άργησε να γίνει παρουσία σύσσωμης της κοσμικής Αθήνας. Ανήσυχη και δημιουργική, δεν έπαψε ούτε στιγμή να ασχολείται με τις επιχειρήσεις ακόμα και μετά την γέννηση των παιδιών του ζευγαριού. Σήμερα η Σάντρα Μαρινοπούλου, που είναι και ανιψιά της αείμνηστης Ντόλλης Γουλανδρή, έχει, εκτός των άλλων, αναλάβει τα «ηνία» του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, με αντιπρόεδρο την Τιτίνα Πατέρα.
Η οικογένεια Μαρινόπουλου
Το σλόγκαν που έχει υιοθετηθεί για την οικογένεια Μαρινόπουλου ήταν το «η ισχύς εν τη ενώσει», που μπορεί να περιγράψει τις σχέσεις μεταξύ των τεσσάρων πρώτων εξαδέλφων, ανάμεσα σε αυτούς και ο εκλιπών Πάνος Μαρινόπουλος. Ο στρατηγικός νους της οικογένειας είναι ο Λεωνίδας Μαρινόπουλος, που το 2005 είχε πάρει πάνω του την προώθηση της εταιρείας «Fnac» στην Ελλάδα. Ήταν αυτός που ασχολήθηκε περισσότερο με τον τομέα των τροφίμων. Ο αδελφός του, ο Πάνος, μαζί με τη σύζυγό του, Σάντρα Μαρινοπούλου-Φιξ, είχαν αναλάβει τον τομέα των καλλυντικών στη μητρική εταιρεία. Ο τρίτος εξάδελφος, ο Στέφανος Μαρινόπουλος, είχε τον τομέα των φαρμάκων καθώς και τα καταστήματα «Marks & Spencer» και ο τέταρτος και πλέον αναγνωρίσιμος στην κοσμική Αθήνα υπήρξε ο εκλιπών, Πάνος Μαρινόπουλος, που οι φίλοι του, τον αποκαλούσαν «Πανάρα» χαϊδευτικά, και ήταν εκείνος που είχε τη γενική επιστασία και επίβλεψη. Η οικογένεια Μαρινόπουλου, όπως λέγεται τόσο στα επιχειρηματικά πηγαδάκια όσο και στους κοσμικούς κύκλους, δρα πάντα ομόφωνα. Έχουν άριστες σχέσεις και δεν αφήνουν ποτέ περιθώρια, ώστε να διαταραχθούν οι μεταξύ τους σχέσεις από τρίτους.
Ο Bon viveur Πάνος -Πανάρας- Μαρινόπουλος
Ο Πάνος Γ. Μαρινόπουλος υπήρξε αδιαμφισβήτητα ο πιο αναγνωρίσιμος από τους υπόλοιπους τρεις Μαρινόπουλους. Υπήρξε ο άνθρωπος που ήξερε τόσο τη ζωή όσο και τις απολαύσεις της και ήταν ίσως ο μοναδικός επιχειρηματίας του μεγέθους του, που διατηρούσε τις περισσότερες φιλίες με εκπροσώπους του καλλιτεχνικού χώρου τόσο στην Αθήνα, όσο και στο νησί των Ανέμων, τους καλοκαιρινούς μήνες. Μάλιστα πολλές φορές είχε απασχολήσει στο παρελθόν με τα νυχτοπερπατήματά του, τις κοσμικές στήλες εφημερίδων και περιοδικών. Το πρωί, ωστόσο, ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος, ταγμένος στην εργασία του, και πάντα σε κοινή γραμμή με τον αδελφό του και τα εξαδέλφια του.
Στα νεανικά του χρόνια υπήρξε από τους αδιαφιλονίκητους playboy της εποχής με πολλές περιπέτειες αλλά και κατακτήσεις. Πηγαίνοντας χρόνια πίσω, η γεύση που άφηνε ο επιχειρηματίας ήταν αυτή του γόη που ήξερε να περνά καλά. Γρήγορα αυτοκίνητα, αγωνιστικά κότερα, και πάντα δίπλα του να τον πλαισιώνουν ωραίες γυναίκες. Στην παρέα των νεανικών του χρόνων που απαρτιζόταν από τον Πάνο Ζήνα και τον Σάμι Φάις πάντα υπήρχαν γύρω τους εκπρόσωποι του ωραίου φύλου.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980 ο επιχειρηματίας, όπως είχε γίνει γνωστό, γνώρισε την ωραία Μπέλλα Αδαμοπούλου και αμέσως γίνονται ζευγάρι. Πολλοί είναι εκείνοι που τους θυμούνται να περνούν τα καλοκαίρια τους στη Μύκονο πάνω στο κότερό του και τα βράδια όταν ήταν στην Αθήνα να διασκεδάζουν στα μαγαζιά της παραλιακής, στη «Νεράιδα» και στη «Φαντασία». Όμως, όσο δυνατή κι αν ήταν αυτή η σχέση του ζευγαριού τότε, δεν κατάφεραν τελικά να παντρευτούν. Ο πρώτος του γάμος, αντίθετα, έγινε με την επίσης πολύ όμορφη κόρη της οικογένειας Γουλανδρή, την Όλγα. Ήταν τότε που η κοσμική Αθήνα μιλούσε για την ένωση δύο πολύ νέων παιδιών, αλλά και ταυτόχρονα δύο πολύ νέων επιχειρηματικών δυναστειών. Για μία δεκαετία περίπου το ζευγάρι μονοπωλεί τα φλας της κοσμικής Αθήνας και ταυτόχρονα αποκτά έναν γιο, τον Γιάννη Μαρινόπουλο.
Όμως ο γάμος αυτός δεν κράτησε πολύ. Ωστόσο το ζευγάρι χώρισε πολιτισμένα και πάντα κρατούσαν φιλία. Το επόμενο διάστημα, ο Πάνος Μαρινόπουλος πέφτει κυριολεκτικά με τα «μούτρα» στην εργασία του, αλλά συνεχίζει και τις νυχτερινές του εξορμήσεις με τον Πάνο Ζήνα. Μέχρι που ο έρωτας του χτυπά για δεύτερη φορά την πόρτα. Αυτή τη φορά στο πρόσωπο της ωραίας Μανιάτισσας, Ιωάννας Καπετανάκου, που σπουδάζει διακόσμηση. Διαθέτει επίσης γνώσεις αρχιτεκτονικής, ενώ το γούστο της είναι εκπληκτικό.
Το ειδύλλιο σύντομα εξελίχθηκε σε έρωτα με το ζευγάρι να ανεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας με κουμπάρο τον μπιζουτιέ, Κώστα Καίσαρη, και σύσσωμη την κοσμική Αθήνα να παρευρίσκεται στην τελετή και στη δεξίωση. Η Ιωάννα Μαρινοπούλου αξιοποιεί το εκπληκτικό της γούστο και την υψηλή αισθητική της στη διακόσμηση που γίνεται γνωστή μέσω των κατοικιών της οικογένειας στο Παλαιό Ψυχικό και τη Μύκονο. Ενώ πριν από την εγκυμοσύνη της ασχολήθηκε και με τη διακόσμηση του ρεστοράν «Chairs» στην οδό Αλωπεκής που ανήκε στον Αλέξη Παπαδημητρίου και κάποια στιγμή έγινε ο πιο must χώρος στην Αθήνα.
Το ζευγάρι ωστόσο μετά από μια κοινή πορεία πολλών χρόνων αποφάσισε να ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους, με πρώτη του προτεραιότητα τα παιδιά του.
Η αγάπη του για τον Ολυμπιακό
Την επομένη ενός ματς η ένας φιλικού αγώνα της ομάδας του Ολυμπιακού, το πρώτο θέμα της συζήτησης στα συμβούλια και στα meeting ήταν, όπως λεγόταν τότε, αυτό της αγαπημένης ομάδας του Πάνου Γ. Μαρινόπουλου, ο οποίος και μετέφερε στους υπόλοιπους το «κλίμα» από τις κερκίδες αλλά και από τον αγώνα που παρακολουθούσε σε ένα από τα vip θεωρεία του γηπέδου Καραϊσκάκη, μαζί με κάλους φίλους. Ανάμεσά τους εκείνη την εποχή ο εφοπλιστής Μιχάλης Γουλανδρής, αλλά και ο Κώστας Καίσαρης. Όπως μάλιστα είχε γίνει γνωστό στα κοσμικά πηγαδάκια, ο αείμνηστος Πάνος Γ. Μαρινόπουλος γινόταν ιδιαίτερα περιγραφικός στις καλύτερες στιγμές του αγώνα, ενώ υπήρξε πάντα ενημερωμένος για να μπορεί να περιγράψει τις καλύτερες φάσεις των αγώνων.
Εν αρχή της ιστορίας των Μαρινόπουλων ήταν τα φαρμακεία
Η ιστορία της οικογένειας Μαρινόπουλου ξεκινάει πριν από εκατό και πλέον χρόνια. Συγκεκριμένα τον μήνα που διανύουμε, αλλά το 1893, ήταν όταν ο Δημήτρης Μαρινόπουλος, από την Ελίκη Αιγιαλείας, ίδρυσε το πρώτο φαρμακείο με την επωνυμία «Μαρινόπουλος» στη Νεάπολη της Αθήνας.
Το πρώτο αυτό μικρό κατάστημα μεταφέρθηκε στις αρχές του 1900 σε μεγαλύτερο χώρο, και πιο συγκεκριμένα στη γωνία Σόλωνος και Ζωοδόχου Πηγής, στο κέντρο της Αθήνας. Το 1905 ο Δημήτρης Μαρινόπουλος μαζί με τον αδελφό του, Πάνο, ίδρυσαν άλλο ένα φαρμακείο στην οδό Φιλελλήνων. Τρία χρόνια αργότερα, και πιο συγκεκριμένα το 1908, άνοιξε το γνωστό φαρμακείο στην περιοχή της Ομόνοιας και το 1938 ακολούθησε το φαρμακείο Μαρινόπουλος, στην περιοχή του Κολωνακίου.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’40, έπειτα από αλλεπάλληλες καταστροφές της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες ωστόσο δημιούργησαν και πολλές ευκαιρίες, ήταν μάλλον εύκολο από τα φαρμακεία του κέντρου της Αθήνας, η οικογένεια Μαρινόπουλου να περάσει στη βιομηχανία.
Το 1949 η οικογένεια δημιούργησε τη «Φαμάρ Α.Ε», η οποία προχώρησε και στη δημιουργία φαρμάκων για τα καταστήματά της σε συνεργασία με εταιρείες του εξωτερικού. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, η εταιρεία κατάφερε να γιγαντωθεί τόσο πολύ, ώστε κάποια στιγμή να συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων εταιρειών παραγωγής φαρμάκων και καλλυντικών για λογαριασμό τρίτων στην Ευρώπη. Μάλιστα έφθασε το εύρος των δραστηριοτήτων της να καλύπτει όλο το φάσμα από την ανάπτυξη προϊόντων, τη διαχείριση πρώτων υλών και υλικών συσκευασίας, την παραγωγή και τη συσκευασία φαρμακευτικών και καλλυντικών μορφών και τη φυσική διανομή έτοιμων προϊόντων. Η εταιρεία μάλιστα έφθασε να διαθέτει δέκα εργοστάσια παραγωγής στην Ελλάδα, τη Γαλλία, στην Ιταλία και την Ολλανδία, στα οποία ο αριθμός των υπαλλήλων ξεπερνούσε κατά πολύ τους δύο χιλιάδες εργαζομένους. Εκτός των εργοστασίων η εταιρεία είχε δημιουργήσει τέσσερα κέντρα διανομής στην Ελλάδα και στη Γαλλία, φτάνοντας να εξυπηρετεί, εκτός της χώρας μας, μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η μεγάλη Βρετανία και η Ισπανία, και να συνεργάζεται με δεκαπέντε πολυεθνικούς φαρμακευτικούς ομίλους.
Από την Prisunic στην Carrefour
Μια ακόμη τομή στην ανάπτυξη του Ομίλου είναι η εμπλοκή που είχε με το λιανεμπόριο και μάλιστα σε μια περίοδο που η έννοια του σούπερ μάρκετ ήταν άγνωστη στην ελληνική αγορά. Η δεύτερη γενιά, οι γιοι του Πάνου Μαρινόπουλου, ο Γιάννης και ο Δημήτρης Μαρινόπουλος, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 αποφασίζουν να εισάγουν με τη μορφή του self service στο λιανεμπόριο, δηλαδή, το σύγχρονο σούπερ μάρκετ. Αυτό έγινε σε συνεργασία με τον γαλλικό Όμιλο «Le Printemps» και έτσι δίπλα στην επωνυμία Μαρινόπουλος έβαλαν το πολύ γνωστό σε όλους μας σήμα της Prisunic, το γνωστό «PM», όπως έγινε γνωστό στη δεκαετία του 1970 και στις αρχές του 1980. Η συνεργασία αυτή κράτησε αρκετά χρόνια και διαλύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η «Le Printemps» οδηγήθηκε σε παρακμή. Όμως με τη διάλυση της συνεργασίας αυτής, είχε ήδη βρεθεί άλλος συνέταιρος. Αυτή τη φορά ήταν ο Όμιλος «Promodes». Το 1999, όταν η εταιρεία συγχωνεύθηκε με την «Carrefour», προέκυψε η εταιρεία «Carrefour- Μαρινόπουλος Α.Ε» με τη συμμετοχή των δυο εταίρων να κατανέμεται 50%-50%, μεταξύ δηλαδή του γαλλικού και του ελληνικού Ομίλου. Στη μοναδική ίσως εταιρεία που η οικογένεια Μαρινόπουλου κατείχε μειοψηφική θέση ήταν η εταιρεία «Dia Hellas Α.Ε.» στην οποία είχε υπό τον έλεγχο της το 20% που είχε και τα αντίστοιχα σούπερ μάρκετ.
Starbucks διά χειρός Μαρινόπουλου
Η «Μαρινόπουλος Εταιρεία Καφέ» είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας του «Ομίλου Μαρινόπουλου» με τη «Starbucks Coffee Company». Η «Starbucks Corporation» είναι ακόμα και σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους ομίλους διεθνώς στη διανομή και την επεξεργασία καφέ. Είναι αξιοσημείωτο να τονίσουμε εδώ πως στα έξι πρώτα μόλις χρόνια λειτουργίας η κοινή ελληνοαμερικανική εταιρεία είχε ανοίξει εξήντα πέντε καταστήματα στην ελληνική αγορά, από τα οποία τα πενήντα τρία ήταν στην Αττική και δώδεκα σε έξι ακόμα πόλεις, ενώ διέθετε εκείνη την εποχή και περισσότερα από είκοσι πέντε καταστήματα στην Ελβετία, από δέκα καταστήματα στην Αυστρία, επτά καταστήματα στην Κύπρο, ενώ είχε επεκταθεί και στη Ρουμανία.
Η λιανική πώληση των καλλυντικών και των οπτικών ειδών
Άλλη μία εταιρεία που είχε προστεθεί στο χαρτοφυλάκιο του Ομίλου εκείνη την εποχή ήταν η «Sephora – Μαρινόπουλος Α.Ε.Ε» που υπήρξε αποτέλεσμα της συνεργασίας, πάλι 50%-50% της συνεργασίας του Ελληνικού Ομίλου της οικογένειας Μαρινόπουλου με τον όμιλο της LVMH. H εταιρεία αυτή είχε στην κατοχή της τα καταστήματα καλλυντικών, λιανικής πώλησης, «Sephora» και «Beauty Shop», και είχε πρώτη διευθύνουσα τη Σάντρα Μαρινοπούλου, σύζυγο του Π. Δ. Μαρινόπουλου. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ πως με τη δημιουργία αυτής της εταιρείας, ο Όμιλος Μαρινόπουλου ενέταξε σε αυτήν και τα καταστήματα «Beauty Shop» τα οποία είχε στην κατοχή του και τα λειτουργούσε από το 1982.
Οι ιδιαίτερα καλές σχέσεις της οικογένειας Μαρινόπουλου με επιχειρηματικούς ομίλους στη Γαλλία την οδήγησαν να συνάψει και άλλες συνεργασίες μέσα στα χρόνια. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η σύσταση μιας εταιρείας της «Grandvision Μαρινόπουλος Α.Ε.» που ήταν το αποτέλεσμα της συνεργασίας του Ομίλου Μαρινόπουλου με την «Grandvision Α.Ε. Γαλλίας», η οποία και κατέχει μέχρι και σήμερα εξέχουσα θέση παγκοσμίως στον χώρο της αγοράς οπτικών ειδών.
Ενώ λίγο διάστημα πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση που «χτύπησε» και την Ελλάδα ο Όμιλος Μαρινόπουλου είχε προχωρήσει και σε μια ακόμη συνεργασία, αυτή τη φορά με τον γαλλικό όμιλο «Pinault – Printemps – Redoute» που είχε δημιουργήσει τα καταστήματα «Fnac». Η κοινή εταιρεία που είχε προκύψει τότε από τη συνεργασία αυτή, μεταξύ του ελληνικού και του γαλλικού Ομίλου, ήταν η «Fnac – Marinopoulos Brothers S.A» που άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2005, επενδύοντας επτά εκατομμύρια ευρώ.




















