Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία για τη μεταφορά των παγωμένων ρωσικών κρατικών περιουσιακών στοιχείων στην Ουκρανία, έπειτα από μια μαραθώνια σύνοδο κορυφής 16 ωρών στις Βρυξέλλες. Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για τον Γερμανό καγκελάριο, Φρίντριχ Μερτς, και την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, οι οποίοι είχαν στηρίξει ανοιχτά το συγκεκριμένο σχέδιο.
Αντί αυτού, τα κράτη-μέλη αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν σε ένα επείγον εναλλακτικό σχέδιο, που βασίζεται στον κοινό δανεισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το σχέδιο αυτό προωθήθηκε επί εβδομάδες από τον Βέλγο πρωθυπουργό, Μπαρτ Ντε Βέβερ, και θεωρούνταν μέχρι λίγες ώρες πριν από την τελική συμφωνία ιδιαίτερα απίθανο. Σε ένα ακόμα πλήγμα για την ευρωπαϊκή ενότητα, τρεις χώρες, η Ουγγαρία, η Σλοβακία και η Τσεχία, ανακοίνωσαν ότι δεν θα συμμετάσχουν.
«Το τελικό συμπέρασμα, μετά τη σημερινή ημέρα, είναι ότι η στήριξή μας προς την Ουκρανία είναι εγγυημένη», δήλωσε η πρωθυπουργός της Δανίας, Μέτε Φρεντέρικσεν, καθώς η σύνοδος ολοκληρωνόταν στις 3 τα ξημερώματα. Η συμφωνία παρέχει μια κρίσιμη οικονομική ανάσα στην ουκρανική οικονομία, η οποία έχει πληγεί σοβαρά από τον πόλεμο, την ώρα που αντιμετωπίζει τον κίνδυνο μιας σοβαρής έλλειψης ρευστότητας ήδη από την ερχόμενη άνοιξη, καθώς η σύγκρουση με τη Ρωσία εισέρχεται στο τέταρτο έτος της.
Παρότι η συμφωνία επιτρέπει σε όλες τις πλευρές να παρουσιάσουν το αποτέλεσμα ως επιτυχία, δεν πρόκειται για τη λύση που επιδίωκαν η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν από τη σύνοδο, όπως τονίζει το Politico. «Φυσικά κάποιοι δεν το ήθελαν… θέλουν να τιμωρήσουν τον Πούτιν παίρνοντας τα χρήματά του», δήλωσε ο Μπαρτ Ντε Βέβερ, αναφερόμενος στο αρχικό σχέδιο αξιοποίησης των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, προσθέτοντας όμως ότι «η πολιτική δεν είναι συναισθηματική δουλειά» και ότι «η λογική επικράτησε».
Για εβδομάδες, η εκτελεστική εξουσία της ΕΕ και το Βερολίνο πίεζαν τα κράτη-μέλη να οριστικοποιήσουν το αμφιλεγόμενο σχέδιο αξιοποίησης έως και 210 δισ. ευρώ από παγωμένα ρωσικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας. Ο Ντε Βέβερ φρόντισε, για ακόμα μία φορά, να μην προχωρήσει το σχέδιο αυτό, έχοντας ήδη μπλοκάρει τη σχετική πρωτοβουλία σε προηγούμενη σύνοδο τον Οκτώβριο.
Αντίθετο το Βέλγιο από την αρχή
Τελικά, οι ηγέτες συμφώνησαν στον κοινό δανεισμό 90 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση ενός δανείου προς την Ουκρανία, διάρκειας δύο ετών, το οποίο θα είναι εγγυημένο από τον κοινό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν και η λύση αυτή ήταν ελκυστική για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, δεν ήταν δημοφιλής στη Γερμανία και στους βόρειους συμμάχους της, οι οποίοι παραδοσιακά αντιτίθενται στην εγγύηση ομολόγων για χώρες με υψηλό χρέος.
Ωστόσο, στο τέλος επικράτησε η ανάγκη άμεσης χρηματοδότησης της Ουκρανίας και η επιθυμία των Ευρωπαίων ηγετών να επιδείξουν έμπρακτη στήριξη, σε μια περίοδο που ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται ασταθής και ο Βλαντίμιρ Πούτιν μιλά ανοιχτά για νίκη. Ως μια παραχώρηση προς τη Γερμανία, οι ηγέτες άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία για την αποπληρωμή του δανείου προς την Ουκρανία, χωρίς ωστόσο να ληφθεί άμεση απόφαση.
Από την αρχή της διαδικασίας, το Βέλγιο αντιτάχθηκε στη χρήση των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για τη χρηματοδότηση του δανείου. Διπλωμάτες της ΕΕ και χρηματοοικονομικοί εμπειρογνώμονες πέρασαν πολλές άγρυπνες νύχτες πριν από τη σύνοδο, προσπαθώντας να διαμορφώσουν νομικές διατυπώσεις και να προσφέρουν πρόσθετα οικονομικά «μαξιλάρια» για να καθησυχάσουν τον Ντε Βέβερ. Το διακύβευμα ήταν ιδιαίτερα υψηλό για τον Βέλγο πρωθυπουργό, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων στην Ευρώπη φυλάσσεται από τη χρηματοπιστωτική εταιρεία Euroclear, η οποία είναι εγγεγραμμένη στο Βέλγιο.
Ο Ντε Βέβερ ζητούσε επανειλημμένα, ως αντάλλαγμα για τη στήριξη του σχεδίου, τα κράτη της ΕΕ να δεσμευτούν σε απεριόριστη οικονομική στήριξη, προκειμένου να προστατευθεί το Βέλγιο στο απίθανο ενδεχόμενο η Μόσχα να διεκδικήσει πίσω τα χρήματα. Το αίτημα αυτό, ωστόσο, θεωρήθηκε υπερβολικό ακόμα και από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της ιδέας αξιοποίησης των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, οι οποίοι χαρακτήρισαν τη βελγική πρόταση ως μια «λευκή επιταγή».
Προσπάθεια παράκαμψης του Βελγίου
Αν και οι τακτικές του Ντε Βέβερ ήταν δημοφιλείς στο εσωτερικό της χώρας του, τον κατέστησαν ανεπιθύμητο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπου ορισμένοι ηγέτες εξέτασαν ακόμη και το ακραίο ενδεχόμενο να παρακάμψουν το Βέλγιο μέσω ψηφοφορίας. Τελικά, κάτι τέτοιο δεν κρίθηκε αναγκαίο. Την ώρα που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπαθούσε απεγνωσμένα να διασώσει το σχέδιο για τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία, μια ξεχωριστή ομάδα χωρών, με επικεφαλής το Βέλγιο και την Ιταλία, σχεδίαζε μυστικά την επαναφορά του εναλλακτικού σχεδίου του κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού. «Αναδείχθηκε ως η πιο ρεαλιστική και η πιο πρακτική λύση», δήλωσε στους δημοσιογράφους ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν.
Η έντονη διπλωματική κινητικότητα κορυφώθηκε με την προσωρινή υποβάθμιση του ζητήματος της χρηματοδότησης της Ουκρανίας στην ατζέντα της συνόδου, μόνο και μόνο για να επανέλθει αργότερα το βράδυ, όταν οι συνεργάτες των ηγετών είχαν προετοιμάσει τη συμφωνία κεκλεισμένων των θυρών. «Υπάρχει αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των τριών θεμάτων της συνόδου: της Mercosur, των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων και του επόμενου προϋπολογισμού της ΕΕ», ανέφερε Ευρωπαίος διπλωμάτης.
Από την αρχή ήταν σαφές ότι ο Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος δέχεται ισχυρή πίεση στο εσωτερικό της Γερμανίας από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία, δεν μπορούσε να επιστρέψει στο Βερολίνο χωρίς απτά αποτελέσματα. Πέρα από τη στήριξή του στο σχέδιο για τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία, ο Γερμανός καγκελάριος υποστηρίζει και τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου Mercosur με τη Νότια Αμερική, η οποία εκκρεμεί εδώ και δεκαετίες και επρόκειτο να υπογραφεί αυτή την εβδομάδα.
Ωστόσο, σύντομα κατέστη σαφές ότι η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι, η οποία έχει αποκτήσει φήμη πραγματίστριας στις Βρυξέλλες, θα επιχειρούσε να μπλοκάρει και τα δύο βασικά εγχειρήματα του Μερτς. Εξασφάλισε την αναβολή της συμφωνίας Mercosur έως τον Ιανουάριο και συνεργάστηκε στενά με τον Μπαρτ Ντε Βέβερ για τη σταδιακή αποδόμηση του σχεδίου αξιοποίησης των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων. «Η κοινή λογική επικράτησε», δήλωσε η Τζόρτζια Μελόνι.













