--°C Athens

Η απίστευτη ιστορία των αδελφών Ράιτ και η ιστορική πτήση που οδήγησε τον άνθρωπο στην κατάκτηση των αιθέρων

Η απίστευτη ιστορία των αδελφών Ράιτ και η ιστορική πτήση που οδήγησε τον άνθρωπο στην κατάκτηση των αιθέρων

Τέτοιες μέρες ήταν, πριν από ακριβώς 122 χρόνια. Λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από το ψαροχώρι Κίτι Χοκ, εκεί όπου ο άνεμος σμιλεύει τους αμμόλοφους της Βόρειας Καρολίνας, στις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ, έμελλε να γραφτεί ένα από τα πιο τολμηρά κατορθώματα του ανθρώπου. Το χειμωνιάτικο εκείνο πρωινό της 17ης Δεκεμβρίου 1903, δύο επίμονα και άγνωστα στο ευρύ κοινό αδέλφια από το Οχάιο, οι μηχανικοί ποδηλάτων Γουίλμπερ και ο Όρβιλ Ράιτ, θα έγραφαν ιστορία πραγματοποιώντας την πρώτη πτήση με αεροπλάνο!

Για να είμαστε πιο ακριβείς, πραγματοποίησαν την πρώτη ελεγχόμενη, μηχανικά προωθούμενη και με διάρκεια πτήση, του ανθρώπινου γένους. Κατέκτησαν τους αιθέρες δημιουργώντας από ξύλο και βαμβακερό ύφασμα ένα εύθραυστο διπλάνο (σ.σ. δηλαδή ένα αεροσκάφος με δύο ζεύγη σταθερών φτερών τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο), που το ονόμασαν «Flyer», χωρίς να διαθέτουν ανώτερες σπουδές, χωρίς να έχουν αρκετά χρήματα και δίχως καμία κρατική ή άλλη ιδιωτική υποστήριξη.

Αρκετές λεπτομέρειες για εκείνη τη σημαντική ημέρα βρίσκουμε στο βιβλίο «Αδελφοί Ράιτ – Η άγνωστη ιστορία των ανθρώπων που άλλαξαν τον κόσμο» (εκδόσεις «Key Books»), το οποίο συνέγραψε ο Αμερικανός ιστορικός και βραβευμένου δύο φορές με το Πούλιτζερ, David McCullough.  Ο συγγραφέας αντλεί περιεχόμενο από το πλούσιο αρχείο της οικογένειας Ράιτ, το οποίο περιελάμβανε ημερολόγια, σημειωματάρια και περισσότερες από χίλιες επιστολές προκειμένου να σκιαγραφήσει το πορτρέτο των αδελφών Ράιτ.

Το παιδικό παιχνίδι που τους έδωσε το κίνητρο

Ο Γουίλμπερ Ράιτ (1867 – 1912) και ο αδελφός του Όρβιλ (1871 – 1948) ξεκίνησαν να ενδιαφέρονται για τις πτήσεις από πολύ μικροί, όταν ο πατέρας τους, επίσκοπος Μίλτον, τους χάρισε το 1878 ένα μικρό λαστιχένιο παιχνίδι που έμοιαζε με ελικόπτερο. Αυτή η παιδική περιέργεια του 11χρονου Γουίλμπερ και του 7χρονου Όρβιλ θα άναβε μέσα τους τη φλόγα για την εξερεύνηση του αέρα. Περίπου δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ίδρυσαν στο Ντέιτον του Οχάιο μια εταιρεία ποδηλάτων. Εκεί έμαθαν τα βασικά: πόσο σημαντική είναι η ισορροπία, η ανθεκτική αλλά ελαφριά κατασκευή και η καλή αντίδραση στις δυνάμεις που ασκεί ο αέρας – γνώσεις που αργότερα θα τους φανούν ανεκτίμητες για την κατασκευή ενός αεροπλάνου.

Το 1899 ξεκίνησαν τα πρώτα τους πειράματα με ανεμόπτερα, ανακαλύπτοντας στην πράξη τους νόμους της πτήσης. Κατασκεύασαν ακόμα και μια μικρή αεροδυναμική σήραγγα στο Ντέιτον για να δοκιμάζουν διαφορετικά σχέδια πτερύγων, κατανοώντας καλύτερα πώς κινείται ο αέρας γύρω τους. Μέχρι το 1903, είχαν δημιουργήσει αξιόπιστους κινητήρες και έλικες και ήταν έτοιμοι να κάνουν το μεγάλο βήμα: την πρώτη μηχανοκίνητη πτήση.

Η ανατομία του Flyer

Το Flyer, το ιστορικό αεροσκάφος που χάρισε στους αδελφούς Ράιτ την πρώτη ελεγχόμενη, μηχανοκίνητη πτήση στην ιστορία, ήταν μια κατασκευή που συνδύαζε πρωτοποριακή μηχανική σύλληψη με υποτυπώδη αλλά ευφυή κατασκευή. Με άνοιγμα πτέρυγας περίπου 12,3 μέτρων και συνολικό μήκος γύρω στα 6,4 μέτρα, το διπλάνο αποτελούσε μια ελαφριά, επιμελώς ζυγισμένη δομή, σχεδιασμένη να εκμεταλλεύεται στο έπακρο κάθε διαθέσιμο ρεύμα αέρα. Τα πτερύγια, καλυμμένα με βαμβακερό ύφασμα προσεκτικά λουστραρισμένο για να μειώνει την αντίσταση, έφταναν συνολικά τα 47 τετραγωνικά μέτρα επιφάνειας, ενώ η συνολική κατασκευή ζύγιζε 275 κιλά.

Η «καρδιά» του Flyer (σ.σ. που στη σύγχρονη ιστοριογραφία αποκαλείται «Wright Flyer για να ξεχωρίζει από τα επόμενα μοντέλα τους όπως το Flyer II και III) ήταν ο ειδικά κατασκευασμένος τετρακύλινδρος κινητήρας εσωτερικής καύσης που ανέπτυσσε περίπου 12 ίππους στις 1.200 – 1.300 στροφές. Με βάρος μόλις 77 κιλών και τροφοδοσία με βενζίνη, ο κινητήρας αυτός ήταν δημιούργημα συνεργασίας των Ράιτ με τον μηχανικό τους, Τσαρλς Τέιλορ. Η ισχύς μεταδιδόταν σε δύο ξύλινες έλικες μήκους περίπου 2,6 μέτρων μέσω αλυσίδων τύπου ποδηλάτου, μια σχεδιαστική επιλογή που επέτρεπε στις έλικες να περιστρέφονται αντίθετα, εξουδετερώνοντας έτσι τις ροπές στρέψης.

Η ρηξικέλευθη συνεισφορά στην αεροναυπηγική και το μυστικό της επιτυχίας

Το πλαίσιο του αεροσκάφους είχε κατασκευαστεί από ξύλο spruce και ash, ενώ ενισχυόταν από ατσάλινα συρματόσχοινα που διατηρούσαν την κατασκευή άκαμπτη παρά την ελαφρότητά της. Το σύστημα ελέγχου ήταν ίσως η πιο ρηξικέλευθη συνεισφορά των αδελφών Ράιτ στην αεροναυπηγική: συνδύαζε στρέβλωση πτέρυγας για έλεγχο κλίσης, μπροστινό οριζόντιο σταθερό (elevator) για ανύψωση και κατάδυση, και ένα κινητό κάθετο πηδάλιο που ελεγχόταν ταυτόχρονα με τις στρεβλώσεις των πτερύγων ώστε να αποφεύγεται η απώλεια ελέγχου κατά τη στροφή. Ο έλεγχος αυτός ήταν το μυστικό της επιτυχίας τους∙ εκεί όπου άλλοι εφευρέτες είχαν αποτύχει, οι Ράιτ πέτυχαν μια πλήρη, τρισδιάστατη πλοήγηση στον αέρα.

Το Flyer δεν διέθετε τροχούς. Για να απογειωθεί, γλιστρούσε πάνω σε μια ξύλινη ράγα μήκους περίπου 18 μέτρων, τοποθετημένη στον άνεμο του Κίτι Χοκ, ενώ η επιτάχυνση γινόταν μέσω ενός μικρού τροχοφόρου έλκηθρου πάνω στο οποίο στερεωνόταν το αεροσκάφος. Χρειαζόταν αέρα περίπου 40–45 χιλιόμετρα την ώρα για να δημιουργήσει επαρκή άνωση. Όταν τελικά αποκολλήθηκε από το έδαφος, η ταχύτητα πτήσης του κυμαινόταν γύρω στα 48 – 50 χλμ./ώρα.

Το λάθος τρεις μέρες νωρίτερα και τα παιδιά που έτρεξαν να κρυφτούν

Στις 14 Δεκεμβρίου 1903 λοιπόν, οι δύο εφευρέτες ήταν έτοιμοι να απογειώσουν τον Flyer που είχαν κατασκευάσει με τόσο κόπο. Για να τον μεταφέρουν στο σημείο εκκίνησης, τους βοήθησε ο Τζον Τ. Ντάνιελς, ένας γεροδεμένος ναυαγοσώστης από τον κοντινό σταθμό διάσωσης, μαζί με δύο ακόμη συναδέλφους του. Μαζί, έσυραν το αεροπλάνο, βάρους 275 κιλών, για περίπου 400 μέτρα μέχρι το Μπιγκ Χιλ, μια ψηλή, αμμώδη πλαγιά κοντά στην ακτή, που τους παρείχε φυσική κλίση για την εκτόξευση και μαλακή άμμο για ασφαλέστερη προσγείωση. Εκεί λοιπόν, μπροστά στην πλαγιά, είχαν στήσει τον διάδρομο εκτόξευσης μήκους 18 μέτρων, έτοιμο να υποδεχθεί την πρώτη πτήση της ιστορίας.

«Ο κινητήρας πήρε μπρος με ένα μουγκρητό, κι αρκετά μικρά αγοράκια που τους ακολουθούσαν ξαφνιάστηκαν τόσο πολύ, που έτρεξαν να κρυφτούν πίσω από τον λόφο όσο πιο γρήγορα μπορούσαν» διαβάζουμε. «Όλα ήταν έτοιμα. Ούτε κουβέντιασαν ούτε διαφώνησαν για το ποιος θα ξεκινήσει πρώτος. Απλώς το έριξαν κορόνα – γράμματα. Κέρδισε ο Γουίλμπερ και πέρασε ανάμεσα από τις προπέλες και τα σύρματα για να ξαπλώσει μπρούμυτα πλάι στον κινητήρα, με τους γοφούς στο ειδικό λίκνο, από όπου θα χειριζόταν τα σύρματα συστροφής των φτερών μετακινώντας το σώμα του, και με το κεφάλι υψωμένο, κοιτώντας μέσα από το διπλό πηδάλιο ευθεία μπροστά.

Ο Όρβιλ κρατούσε ίσια την άκρη των δεξιών φτερών, έτοιμος να βοηθήσει στην εξισορρόπηση με το ξεκίνημα. Και τότε έφυγαν στον διάδρομο, με τον Όρβιλ να τρέχει όσο γρηγορότερα μπορούσε, κρατώντας το φτερό, ώσπου δεν μπορούσε πια να το φτάσει. Στο τέλος του διαδρόμου όμως, ο Γουίλμπερ έκανε ένα λάθος. Τράβηξε υπερβολικά δυνατά το πηδάλιο και σήκωσε το Flyer προς τα πάνω πολύ απότομα. Για αντιστάθμιση, το οδήγησε προς τα κάτω, πάλι πολύ απότομα, κι έτσι η μηχανή χτύπησε στην άμμο, 30 μέτρα μετά το τέλος του διαδρόμου» σημειώνει ο συγγραφέας.

Παρά την αποτυχημένη πτήση, τα δυο αδέρφια ήταν κατενθουσιασμένα. Κινητήρας, συσκευή εκτόξευσης, όλα είχαν αποδειχτεί αξιόπιστα. Η δε ζημιά, μηδαμινή. Χρειάστηκαν δύο μέρες για τις απαιτούμενες επισκευές. Το απόγευμα της 16ης Δεκεμβρίου, η μηχανή ήταν έτοιμη. Ενώ την έβαζαν στον διάδρομο μπροστά από το κτίσμα και φρόντιζαν τις τελευταίες ρυθμίσεις, εμφανίστηκε ένας ξένος και ρίχνοντας μια ματιά στη μηχανή, ρώτησε τι είναι. «Όταν του είπαμε ότι είναι πτητική μηχανή, μας ρώτησε αν σκοπεύαμε να πετάξουμε μ’ αυτήν, θα έγραφε αργότερα ο Όρβιλ. «Είπαμε ναι, μόλις ο άνεμος είναι κατάλληλος. Την κοίταξε για μερικά ακόμα λεπτά και τότε, θέλοντας να φανεί ευγενικός, μας είπε πως μοιάζει ικανή να πετάξει με τον κατάλληλο άνεμο». Οι αδελφοί Ράιτ βρήκαν πολύ διασκεδαστικό, σίγουροι πως ο άνθρωπος αυτός θεωρούσε «κατάλληλο» έναν άνεμο της τάξης των 120 χιλιομέτρων την ώρα.

Η μεγάλη μέρα

Το πρωί της Πέμπτης 17 Δεκεμβρίου 1903, τα αδέρφια κρέμασαν ένα λευκό σεντόνι έξω από το υπόστεγό τους, σινιάλο ότι χρειάζονταν τη βοήθεια των ανδρών του σταθμού διάσωσης. Όμως δεν εμφανίστηκαν όσοι χρειάζονταν. Όπως εξήγησε αργότερα ο Όρβιλ, πολλοί προφανώς δεν ήθελαν να υπομείνουν «τις δυσκολίες του παγερού δεκεμβριανού αέρα, προκειμένου, όπως πίστευαν, να δουν άλλη μια πτητική μηχανή να μην πετάει». Εκείνοι που πήγαν είχαν άλλη άποψη. «Είχαμε δει το ανεμόπτερο να πετάει χωρίς κινητήρα», θυμόταν ο Τζον Τ. Ντάνιελς, «κι όταν τα παιδιά βάλανε κινητήρα, καταλάβαμε ότι ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν».

Η μέρα ήταν πολύ κρύα, ενώ δυνατός άνεμος φυσούσε από τα βόρεια με ταχύτητα 30 με 40 χιλιόμετρα την ώρα. Η δυσκολία με έναν τέτοιο άνεμο δεν ήταν το ξεκίνημα αλλά η διατήρηση της ισορροπίας.

Οι άνδρες έσυραν για μια ακόμη φορά το διπλάνο στον διάδρομο εκτόξευσης, που τον αποτελούσαν τέσσερις μακρόστενες σανίδες μήκους 4,5 μέτρων, επενδυμένες με μεταλλικές λωρίδες και τοποθετημένες αυτή τη φορά σε μια ομαλή, επίπεδη έκταση περίπου 30 μέτρα δυτικά του καταυλισμού, με προσανατολισμό βόρειο-βορειοανατολικό, κόντρα στον παγωμένο αέρα. Επειδή πριν από τρεις μέρες, όταν έριξαν κορόνα γράμματα, είχε κερδίσει ο Γουίλμπερ, τώρα ήταν η σειρά του Όρβιλ.

Ο Όρβιλ ήταν τώρα που θα ξάπλωσε μπρούμυτα στα χειριστήρια, ενώ ο Γουίλμπερ στεκόταν όρθιος στα δεξιά, στην άκρη του χαμηλότερου φτερού, έτοιμος να βοηθήσει στην εξισορρόπηση της μηχανής, όταν θα ξεκινούσε την πορεία της. Πέρασαν μερικά λεπτά, ενώ ο κινητήρας ζεσταινόταν.

36 μέτρα σε 12 δευτερόλεπτα

Στις 10:35 π.μ. ακριβώς, το αεροπλάνο σηκώθηκε στον αέρα και ο Τζον Τ. Ντάνιελς, που πρώτη φορά χρησιμοποιούσε φωτογραφική μηχανή, τράβηξε μία από τις πιο ιστορικές φωτογραφίες του 20ού αιώνα. Η πορεία της πτήσης, κατά τα λεγόμενα του ίδιου του Όρβιλ, ήταν «εξαιρετικά ακανόνιστη». Το Flyer υψώθηκε, βούτηξε, πάλι υψώθηκε, τραντάχτηκε και βούτηξε πάλι σαν άγριο άλογο, όταν το ένα φτερό του χτύπησε στην άμμο. Η πτήση κάλυψε μια απόσταση 36 μέτρων, μικρότερη από το μισό του μήκους ενός γηπέδου ποδοσφαίρου. Με συνολικό χρόνο στον αέρα σχεδόν 12 δευτερόλεπτα.

«Φοβήθηκες;» ρώτησαν αργότερα τον Όρβιλ Ράιτ. «Να φοβηθώ; Δεν είχα χρόνο. Ήταν μια πτήση μόνο 12 δευτερολέπτων. Ήταν μια αβέβαιη, ακανόνιστη, καταιγιστική πτήση στην καλύτερη περίπτωση, αλλά ήταν επιτέλους μια αληθινή πτήση» θα δήλωνε αργότερα.

Δεύτερη, τρίτη, τέταρτη πτήση την ίδια μέρα

Γύρω στις επτά το απόγευμα ο άνεμος κόπασε κάπως κι αυτή τη φορά ήρθε η σειρά του Γουίλμπερ, που απογειώθηκε σαν πουλί, στα 53 μέτρα από το έδαφος. Ύστερα δοκίμασε ο Όρβιλ, φτάνοντας στα 60 μέτρα. Τότε, λίγο πριν το μεσημέρι, στην τέταρτη δοκιμή, ο Γουίλμπερ πέταξε καλύπτοντας μια απόσταση 800 μέτρων, στα 260 μέτρα από το έδαφος, μέσα σε 59 δευτερόλεπτα. Κάθε πτήση και καλύτερη από την προηγούμενη.

Είχαν απαιτηθεί τέσσερα χρόνια προετοιμασίας. Είχαν αντέξει τις δυνατές θύελλες, τα ατυχήματα, τη μια απογοήτευση μετά την άλλη, την αδιαφορία ή τον χλευασμό του κόσμου. Είχαν κάνει πέντε ταξίδια πηγαινέλα από το Ντέιτον όπου διέμεναν, στους απόμερους αμμόλοφους των δοκιμών τους, είχαν διανύσει 11.000 χιλιόμετρα με το τρένο. Κι όλα αυτά, για να διανύσουν πετώντας κάτι παραπάνω από 800 μέτρα. Όμως δεν τους πείραζε καθόλου. Τα είχαν καταφέρει! Είχαν γίνει οι πρώτη άνθρωποι που κατάφεραν να πετάξουν.

Διαβάστε Σχετικά